ΜΥΚΟΠΛΑΣΜΑ-ΟΥΡΕΟΠΛΑΣΜΑ-ΧΛΑΜΥΔΙΑ


Χλαμύδια Τραχώματος

Τα χλαμύδια είναι μια μεγάλη ομάδα από υποχρεωτικά ενδοκυττάρια παράσιτα τα οποία συγγενεύουν με τα gram αρνητικά βακτήρια. Διακρίνονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες α) τα χλαμύδια του τραχώματος (Chlamydia trachomatis,) που αποτελούν τα πιο συχνά παθογόνα χλαμύδια στον άνθρωπο , β) τα χλαμύδια της ψιττάκωσης (Chlamydia psittac) που προσβάλλουν διάφορα θηλαστικά και γ) τα χλαμύδια της πνευμονίας (Chlamydia pneumoniae) που προσβάλλουν το αναπνευστικό σύστημα στον άνθρωπο.

Το χλαμύδιο του τραχώματος (C. trachomatis) είναι το ενδοκυττάριο παράσιτο που προκαλεί το τράχωμα, μία οφθαλμική νόσο που προσβάλλει κυρίως τα νήπια και η οποία, χωρίς την κατάλληλη αντιμετώπιση, οδηγεί ακόμη και σε τύφλωση. Παρόλα αυτά, οι κυριότερες εστίες μόλυνσης του παρασίτου είναι οι βλεννογόνοι του ουροποιητικού και της αναπαραγωγικής οδού. Η λοίμωξη από C. trachomatis, αν και συνήθως ασυμπτωματική, ευθύνεται για ποικίλες διαταραχές, όπως ουρηθρίτιδα, επιδιδυμίτιδα, τραχηλίτιδα, ενδομητρίτιδα, σαλπιγγίτιδα, γυναικεία και ανδρική υπογονιμότητα. Τα χλαμύδια είναι μικροσκοπικά παράσιτα του ουροποιητικού αλλά και των έσω γεννητικών οργάνων είναι μαζί με τα σαπρόφυτα αυτά που προκαλούν την ΝSU ("μη ειδική ουρηθρίτιδα") είναι από τα πιο συνηθισμένα αφροδίσια νοσήματα. Τα συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται σε επτά έως δέκα ημέρες μετά τη σεξουαλική πράξη με μολυσμένο ερωτικό σύντροφο. Οι άνδρες μολύνονται συχνότερα κατά 80% , από τις γυναίκες στις οποίες και μεταδίδουν το νόσημα.

Ήδη από τις αρχές του 1980 οι χλαμυδιακές λοιμώξεις του γυναικείου γεννητικού συστήματος και οι συνέπειές τους κατά την περιγεννητική περίοδο τόσο για τη μητέρα όσο και για το νεογνό έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής. Πιο πρόσφατα, η προσοχή εστιάστηκε στις δυσμενείς επιπτώσεις στην αναπαραγωγική υγεία των γυναικών που σχετίζονται με σειρά λοιμώξεων του ανώτερου γεννητικού συστήματος. Πολλές χλαμυδιακές λοιμώξεις του κατώτερου γεννητικού συστήματος στις γυναίκες διαδράμουν ασυμπτωματικά και μπορούν να επεκταθούν στο ανώτερο γεννητικό σύστημα προκαλώντας σοβαρές επιπλοκές όπως φλεγμονώδη νόσο πυέλου, υπογονιμότητα σαλπιγγικού παράγοντα και έκτοπη κύηση. Αυτό φείλεται στο γεγονός ότι τα παράσιτα προχωρούν από τον κόλπο(κολπίτιδα) στην μήτρα (ενδομητρίτιδα) μέσα και μετά στις σάλπιγγες(σαλπιγγίτιδα) όπου εάν παραμείνουν αθεράπευτα προκαλούν έντονη σαλπιγγίτιδα που παραμορφώνει τις σάλπιγγες οι οποίες μετά χάνουν την λειτουργικότητα τους και οι γυναίκα δεν μπορεί να τεκνοποίηση με την απλή σεξουαλική επαφή. Έχει προταθεί η συσχέτιση της χλαμυδιακής λοίμωξης με αυτόματες αποβολές και απώλεια κυήματος, χωρίς αυτό να έχει τεκμηριωθεί επαρκώς. Τα ανωτέρω καταδεικνύουν το σημαντικό ρόλο του C.trachomatis στη γυναικεία υπογονιμότητα και αδυναμία τεκνοποίησης, Το 70% περίπου των λοιμώξεων από χλαμύδια είναι ασυμπτωματικές και έτσι πολλές περιπτώσεις δεν ανιχνεύονται και δεν αντιμετωπίζονται, οδηγώντας σε πρόσθετα προβλήματα ειδικότερα στις έγκυες γυναίκες.

Τα σύμπτωματα στους άνδρες είναι ένα κάψιμο στην άκρη του πέους στην αρχή, που γίνεται κυρίως αισθητό με την πρωινή ούρηση. Από το πέος βγαίνει ένα διαυγές έκκριμα, που σταδιακά γίνεται παχύρρευστο, όσο η μόλυνση δεν αντιμετωπίζετε. Τα συμπτώματα μπορεί να υποχωρήσουν, αλλά η μόλυνση να παραμείνει σε λανθάνουσα κατάσταση και να μεταδοθεί.

Μυκόπλασμα (Mycoplasma hominis και Mycoplasam genitalium,) και Ουρεάπλασμα (Ureaplasma urealyticum και Ureaplasma parvuum)

 

Το M. hominis και το U. urealyticum αποικίζουν συχνά το γεννητικό σωλήνα των υγιών γυναικών. Έχει βρεθεί ότι το 10-20% των υγιών γυναικών είναι φορείς του M. hominis ενώ η συχνότητα για το U. urealyticum είναι ακόμα υψηλότερη και φτάνει το 40-70%. Θεωρείται ότι τα μυκοπλάσματα μεταδίδονται με τη σεξουαλική επαφή . Βασικός παθογενετικός μηχανισμός της λοίμωξης είναι η προσκολλητικότητα των μυκοπλασμάτων στα επιθηλιακά κύτταρα, ενώ η ικανότητα προσκολλησής τους στα σπερματοζωάρια διευκολύνει τη μεταφορά τους στο ανώτερο γεννητικό σύστημα

Τόσο το M. hominis όσο και το U. urealyticum προκαλούν στις έγκυες ουρολοίμωξη και επιλόχειο πυρετό. Έχουν επίσης ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη κολπίτιδας και τραχηλίτιδας.

Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι και τα δύο είδη, κυρίως όμως το U. urealyticum, ευθύνονται για την ανάπτυξη χοριοαμνιονίτιδας η οποία μπορεί να προκαλέσει πρόωρη έναρξη τοκετού ή ακόμα και θάνατο του εμβρύου λόγω ενδομήτριας λοίμωξης. Κατά την διάρκεια ερευνών το M. hominis, μόνο του ή με άλλα βακτηρίδια, απομονώθηκε από το αμνιακό υγρό σε ποσοστό 35% γυναικών με κλινική εικόνα χοριοαμνιονίτιδας .

 

Στοιχεία Επικοινωνίας

Genemed Lab